Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

ΤΟ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΟΝ

Διαβάζω αυτόν τον καιρό ένα βιβλίο παλαιό. Το βιβλίο του Γιαν Κοττ, Σαίξπηρ, ο Σύγχρονός μας, κυκλοφόρησε το 1970 από τις εκδόσεις Ηριδανός, σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά και με πρόλογο του Πήτερ Μπρουκ. Έξοχο βιβλίο, σας συνιστώ να το διαβάσετε, να το μελετήσετε προσεκτικά.





Πολωνός ο Γιαν Κοττ, καθηγητής του Δράματος, δηλαδή της θεατρικής τέχνης, ανατέμνει με οξυδέρκεια ένα υλικό κείμενο – ή, ορθότερα, τα κείμενα – πολυδιαβασμένο, πολυπαιγμένο, πολυσχολιασμένο. Δεν προτίθεμαι να τοποθετήσω την προσέγγιση του Κοττ σε σχέση με τις λοιπές προσεγγίσεις του Σαίξπηρ. Ούτε να σχολιάσω την εποχή και τις συνθήκες που γράφει ο Σαίξπηρ ή ο Κοττ. Και να το ήθελα, δε θα μπορούσα, δεν έχω τις γνώσεις. Αναγνώστης είμαι, ως αναγνώστης διαβάζω το κείμενό του. Και η ανάγνωση αυτή μου επιτρέπει να σκεφτώ για το τότε και το τώρα, μέσα από την ανάλυση έργων που είναι κλασικά, δηλαδή διαχρονικά, πραγματείες πάνω στην πολιτική εξουσία και στα ανθρώπινα πάθη.
Το κεφάλαιο του βιβλίου που αφιερώνεται στην «πιο σκοτεινή τραγωδία» του Σαίξπηρ – ίσως δεύτερη πιο σκοτεινή μετά τον Τίτο Ανδρόνικο -, στον Μακμπέθ, είναι ολιγοσέλιδο. Από τη σελίδα 92 ως τη σελίδα 103. Δώδεκα σελίδες ακριβώς. Είναι επαρκές, όμως, για να αναδείξει τα κρίσιμα θέματα που καθορίζουν τη δομή και την πορεία του δράματος.
Ο Κοττ έχει ήδη παρουσιάσει τον «μηχανισμό», τη νομοτέλεια της εξουσίας, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αφιερωμένο στα ιστορικά έργα του Σαίξπηρ, στους βασιλείς. Ο μηχανισμός αποτυπώνεται με την έξοχη παραβολή της σκάλας: Ο διεκδικητής της εξουσίας ανεβαίνει ένα – ένα τα σκαλιά προς την κορυφή, απομακρύνοντας τα εμπόδια στην άνοδό του. Μόνο που κάθε σκαλί που ανεβαίνει τον φέρνει πιο κοντά στο τέλος. Μετά το τελευταίο σκαλί δεν μένει παρά η άβυσσος. Ο ηγεμόνας κατακρημνίζεται, ένας νέος ηγεμόνας έχει ανέβει ένα – ένα τα σκαλιά με τη σειρά του και τον αντικαθιστά. Ο μηχανισμός συνεχίζει την αναπότρεπτη λειτουργία του, ο χθεσινός σωτήρας μετατρέπεται σε τύραννο, σε δολοφόνο, μετέρχεται τα ίδια μέσα με τον εκθρονισμένο και νεκρό πια αντίπαλό του. Το θέμα δεν είναι οι καλές προθέσεις – είναι η αναγκαιότητα της αναρρίχησης στα σκαλοπάτια και της διατήρησης στο ψηλό σκαλί, ο μηχανισμός της εξουσίας. Οι πράξεις είναι δομικά καθορισμένες, αναπότρεπτες, ακόμα και για εκείνον που ταυτίζεται απόλυτα, ενσαρκώνει πλήρως τον μηχανισμό, τον Ριχάρδο τον Γ.
Η νομοτέλεια του μηχανισμού της εξουσίας λειτουργεί πλήρως και στο μη ιστορικό δράμα του Μακμπέθ. Μόνο που η λειτουργία του σκιάζεται από τη δύναμη ενός άλλου, συναφούς, αλλά διαφορετικού στη φύση, μηχανισμού, της ανθρώπινης πράξης. Της πράξης του φόνου, του αίματος που χύνεται. Ή, πιο σωστά, της αλληλουχίας των δολοφονικών πράξεων. Τον εφιάλτη που δεν τελειώνει, όπως τον ονομάζει ο Κοττ.
Το αίμα είναι το κυρίαρχο στο έργο. «Θύματα και φονιάδες είναι βουτηγμένοι στο αίμα». Ο βασιλιάς Ντάνκαν δέχεται πολλές μαχαιριές, το ματωμένο πτώμα του συγκλονίζει αυτούς που πάνε να τον ξυπνήσουν, το αίμα γεμίζει το δωμάτιο, τα χέρια και τα ρούχα του δολοφόνου – πια – Μακμπέθ, τα ρούχα και τα μαχαίρια των υπηρετών που κοιμούνται ναρκωμένοι στον προθάλαμο, των οποίων το αίμα αμέσως κυλάει από τον ίδιο τον Μακμπέθ, στο όνομα της εκδίκησης, στην ουσία της συγκάλυψης. Με αίμα τελειώνει και το έργο. Ο Μακμπέθ σφαγιάζεται.    
Το αίμα καλεί το αίμα, ο φόνος προκαλεί το φόνο, ο Μακμπέθ μοιάζει αποφασισμένος – και είναι – να αιματοκυλήσει το σύμπαν, όχι για να σωθεί, αλλά για την ίδια την πράξη του φόνου. Ο Μακμπέθ είναι η μηχανή που σκοτώνει. «Ποιος θα πίστευε ότι ο γέρος είχε τόσο αίμα μέσα του», μονολογεί η Λαίδη Μακμπέθ στον παραλογισμό της. Δεν είναι μόνο το αίμα του γέρου βασιλιά, είναι το αίμα των πολυάριθμων θυμάτων που ακολουθούν, μια κόκκινη θάλασσα αίματος, μια αλυσίδα θυμάτων με αρχή, αλλά χωρίς τέλος. Το αίμα που κηλιδώνει τα χέρια της, που αρνείται να ξεπλυθεί, παρά τις προσπάθειές της.
Ο μηχανισμός, το αίμα, ο εφιάλτης.  
Ο Μακμπέθ, όμως, δεν είναι ένας απλός φορέας δομικών καθορισμών. Είναι ένας ενεργός παράγοντας (agent), είναι άνθρωπος. Δεν είναι ένα απλό εξάρτημα του μηχανισμού, ένας αδίστακτος δολοπλόκος. Έχει φιλοδοξίες, επιθυμίες, αμφιβολίες, φόβους, τύψεις, ενοχές. Ζηλεύει ακόμα και το μέλλον, τη γη και το βασίλειο μετά τον δικό του θάνατο. Έχει συναισθήματα, δηλαδή. Συναισθήματα που πνίγονται στη θάλασσα του αίματος: Ό,τι και να νοιώθει ο Μακμπέθ μεταφράζεται σε έναν φόνο. Να το ξαναπώ: Ο Μακμπέθ είναι, έχει γίνει πιο σωστά, η μηχανή που σκοτώνει.
Πώς μετατρέπεται ένας άνθρωπος σε μηχανή θανάτου; Ο Σαίξπηρ ενεργοποιεί τον δευτερεύοντα μηχανισμό, το μηχανισμό εναρμόνισης της ανθρώπινης πράξης στο δομικό μηχανισμό, το μηχανισμό της σκάλας. Η αρχική πράξη, ο αρχικός φόνος, ανεξαρτήτως των κινήτρων που την προκάλεσαν, η πίστη στο πεπρωμένο, η ευγενής ή η άκρατη φιλοδοξία, η αδυναμία του συζύγου στη σύζυγο, είναι μια πράξη που προκαλεί σειρά διαδοχικών πράξεων όμοιας ή μεγαλύτερης βαρβαρότητας, ο κύκλος του αίματος διευρύνεται αναπότρεπτα, τα θύματα πολλαπλασιάζονται.
Μέσα στον κύκλο του αίματος ο βασιλέας Μακμπέθ ζει τον εφιάλτη: Έχει επίγνωση του αναπότρεπτου των πράξεών του, των διαδοχικών φόνων, έχει επίγνωση, όσο και αν φαίνεται να το εύχεται, ότι η αρχική πράξη δεν αναιρείται, είναι τελεσίδικη και όσα ακολουθούν νομοτελειακά, αναπότρεπτα. Από τον εφιάλτη αυτόν, τον φαύλο κύκλο των εγκλημάτων που γίνονται για να καλυφθούν ή να αιτιολογηθούν τα προηγούμενα εγκλήματα, δεν μπορεί να βγει παρά με το δικό του θάνατο. Οι κινήσεις είναι forced. Ο ηγεμόνας δεν έχει παρά υπαγορευμένες κινήσεις να κάνει.
Το χειρότερο: κάθε θύμα του, προηγούμενος θύτης και δολοφόνος το ίδιο, εξαγνίζεται, καθώς έρχεται αντιμέτωπο με τον κύκλο του αίματος του Μακμπέθ. Έχει καταγραφεί ήδη ως το επόμενο θύμα πριν καν προβεί στην τρομερή πράξη. Ο μόνος που γλυτώνει είναι ο Ρος, με διφορούμενο ρόλο στο κείμενο, αλλά σαφή στην κινηματογραφική εκδοχή του Πολάνσκυ: Ο Ρος προετοιμάζει τη σφαγή της οικογένειας του Μακντάφ, του ξαδέλφου του, για να αλλάξει στρατόπεδο τελευταία στιγμή. Είναι ο μόνος που διαφεύγει, έχοντας αίμα ήδη στα χέρια του.   
Ας βγάλουμε το αίμα στη φυσική του μορφή, κόκκινη, ρέουσα, αποτρόπαιη και συγκαλύπτουσα σαν πέπλο, από τη μέση και ας μείνουμε στα λοιπά. Στο συμβολική αίμα, στο συμβολικό έγκλημα. Ή, μάλλον, στους συνειρμούς τους σύγχρονους για το έργο: Για τις πράξεις τις αρχικές που προκαλούν σειρά άλλων πράξεων, νομοτελειακά και αναπότρεπτα.
Στο πολιτισμένο ιστορικό μας πλαίσιο μια βασική πολιτική απόφαση ποτέ δεν μένει μόνη: Συνεπάγεται πληθώρα άλλων αποφάσεων, άλλοτε κατ’ επιλογήν και άλλοτε εξαναγκασμένες, που προκύπτουν νομοτελειακά από την πρώτη. Και οι αποφάσεις γίνονται τόσο περισσότερο αναπότρεπτες, όσο περισσότερο προσπαθούν να καλύψουν το ολίσθημα της αρχικής. Αν ο Μακμπέθ έχει μια διέξοδο, είναι σ’ εκείνη τη μοναδική στιγμή που τρυπάει με το σπαθί του τα σώματα των δύο μισοκοιμισμένων ακόμα υπηρετών του Ντάνκαν. Μια διέξοδο, όχι βέβαια φυσικής διάσωσής του, αλλά εξόδου από τον φαύλο κύκλο του αίματος στην αρχή του μόλις. Ο εφιάλτης θα είχε τερματισθεί μόλις είχε αρχίσει.
Αλλά δεν τερματίστηκε. Η συγκάλυψη του εγκλήματος – ή του πολιτικού λάθους – μετατρέπεται σε μια ανεξέλεγκτη και αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία κατασκευής ενός συμπαγούς ιστού, στο εσωτερικό του οποίου ο ηγεμόνας διαθέτει συνεχώς ελαττούμενους βαθμούς ελευθερίας, διαθέτει συνεχώς λιγότερες κινήσεις, επικοινωνεί και κατανοεί όλο και λιγότερο με το περιβάλλον του. Το περιβάλλον του, όντας ακατανόητο, άγνωστο, μετατρέπεται σταδιακά σε εχθρικό. Ο δικός του φόβος και αδυναμία μπορεί να εξισορροπηθεί μόνο με τον φόβο και την αδυναμία του περιβάλλοντος, στενού και ευρέως.
Σκεφτείτε την κατάσταση της ΕΕ και της ζώνης ευρώ όλ’ αυτά τα χρόνια. Μια «λάθος» πολιτική επιλογή, η οποία δεν ακυρώθηκε εγκαίρως, έχει οδηγήσει σε σειρά άλλων αποφάσεων που προσπαθούν απεγνωσμένα να καλύψουν το αρχικό σφάλμα. Η Ευρώπη αλλάζει, η Ευρώπη πριν το Μάαστριχ και πριν τη Λευκή Βίβλο του 1986 δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή, όπως ο Μακμπέθ πριν το φόνο δεν έχει σχέση με τον Μακμπέθ μετά το φόνο.
Σκεφτείτε το πιο κοντινό και οικείο παράδειγμα των Μνημονίων. Μια απόλυτα εσφαλμένη πολιτική επιλογή – όλοι πια το ξέρουν -, αλλά επιμένουν και τη διαιωνίζουν. Πώς μπορεί ο Μέγας Ηγεμών, η Γερμανία, και οι αυλικοί του, η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, να αμφισβητήσουν την αρχική απόφαση, το έγκλημα; Θα αμφισβητούσαν, θα ακύρωναν, τον εαυτό τους.
Σκεφτείτε την κατάσταση των περασμένων κυβερνήσεων – αλλά και της σημερινής. Αυτό-παγιδεύονται στην προσπάθεια συγκάλυψης των εσφαλμένων επιλογών. Οι μεν στη συγκάλυψη των ευθυνών, οι δε στη συγκάλυψη των ευθυνών του προσωπικού συγκάλυψης των πρώτων ή σε μια πολιτική κουτσή και ατελέσφορη. Και καθώς ο χρόνος περνά, τα ίδια παράγουν τα ίδια, η απομόνωση έχει αρχίσει, και σε λίγο (αν όχι ήδη) ο φόβος για το περιβάλλον. Εξηγείστε μου αν διαφωνείτε ότι ο Μακμπέθ αποτελεί το πρωτόκολλο κατανόησης των ανακατατάξεων στο χώρο της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ.   
Στη λογοτεχνική ελευθερία του Σαίξπηρ η λύση-κάθαρση ήταν πάντα εξωτερική: Ο εξόριστος που γλύτωσε επιστρέφει με στρατό, οι άρχοντες αναθαρρούν και επανατοποθετούνται, ο λαός πανηγυρίζει για το νέο σωτήρα. Στη πεζή πραγματικότητα τη δική μας, ούτε σωτήρες, ούτε από μηχανής θεοί υπάρχουν.  
Αυτό που έχει να μας διδάξει ο Σαίξπηρ, μας το δίδαξε. Μέχρι εκεί. Από εκεί και πέρα είναι δουλειά μιας άλλης ανάλυσης. Μιας ανάλυσης που το πρωτόκολλο υπάρχει στον Μαρξ, τον Γκράμσι, τον Πουλαντζα. Όχι ως φιλολογική άσκηση. Αλλά ως έμπρακτος πολιτική.  


Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΣΔΑΓΛΗ: ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΕΡΓΟΥ




Το ημερολόγιο ενός άνεργου, μιας άνεργης, πολλών ανέργων. Που σπάνε τη σιωπή τους, βγαίνουν από την αφάνεια, μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο για τους ίδιους, τους δικούς τους, για εμάς.
Διαβάστε το, επιβάλλεται. 




Επιβάλλεται γιατί η φωνή απόγνωσης πρέπει να ακουστεί από όλους. Από εμάς που έχουμε ακόμα δουλειά για να σκεφτούμε χωρίς αυταρέσκεια τη ζωή μας. Από τους άλλους, τους άνεργους, για να καταλάβουν ότι δεν είναι μόνοι, είναι πολλοί, ότι δεν είναι οι ένοχοι, είναι τα θύματα, ότι δεν είναι αριθμοί, είναι άνθρωποι, ότι δεν είναι αδύναμοι, είναι ισχυροί, αν και ευάλωτοι. Δυνατοί, αρκεί να σπάσουν τη σιωπή, να βγουν από το περιθώριο, να αποκτήσουν πρόσωπο, να διεκδικήσουν τη ζωή τους. Όπως τους αξίζει.

Επιβάλλεται γιατί το βιβλίο αυτό είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Μιλάει για την Ελλάδα του σήμερα, και όχι μόνο για την Ελλάδα, χωρίς καλλωπισμούς, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς δήθεν.
 
Επιβάλλεται, τέλος, γιατί είναι ένα βιβλίο - και ίσως να σας φανεί παράδοξο, αλλά έτσι είναι, βαθειά επιστημονικό. Προσφέρει την εμπειρική απόδειξη, για άλλη μια φορά, των συνεπειών της ανεργίας. Των συνεπειών στο άτομο, στην οικογένεια, στις σχέσεις, τους φίλους, στη γειτονιά, στην πόλη, στην οικονομία, στην κοινωνία.

Ασχολούμαι με την ανεργία σχεδόν 30 χρόνια. Έχω διαβάσει, έχω ερευνήσει, έχω γράψει ουκ ολίγα. Με βιβλία σαν κι αυτό, διαβάζοντας τις αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, τις καταθέσεις βιωμάτων και ψυχών, και τα σημειώματα του επιμελητή, νοιώθω τη μεγάλη πίκρα, τη μεγαλύτερη πίκρα: Οι προβλέψεις, φόβοι, ανησυχίες, το δυσοίωνο το προσωπικό μου, πείτε το όπως θέλετε, δυστυχώς δεν διαψεύστηκαν.
 

Χρωστάω προσωπικά ευγνωμοσύνη στον
 Χριστόφορο Κάσδαγλη γιατί με κρατάει στο δρόμο μιας κοινωνικής επιστήμης που οι άνθρωποι είναι άνθρωποι. Και νομίζω ότι του χρωστάμε όλοι μας, καθένας ξεχωριστά και ως κοινωνικό σύνολο ένα μεγάλο ευχαριστώ για το μάθημα που δίνει παραδειγματικά.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

ΜΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Μια φωτογραφία, λοιπόν, που ήρθε στα χέρια μου πριν από δύο χρόνια. Μια φωτογραφία από μια σχολική εκδρομή πριν 54 χρόνια - μισός αιώνας και....



Μαθητής στην 3η Δημοτικού, στο 11ο Δημοτικό Σχολείο του Βόλου ήμουν. Στο "Ψωροενδέκατο" που λέγαν οι Βολιώτες, λίγο από περιφρόνηση, λίγο από ζήλεια. Καλό το σχολείο ήταν, Το καλύτερο στο Βόλο. Συγκέντρωνε παιδιά "καλών και εύπορων" οικογενειών. Εξ ου και το "ψωρο" που του κόλλησαν μπροστά. Πήγα εκεί από την πρώτη δημοτικού και έφυγα τελειώνοντας την τρίτη. Για Αθήνα - πήρε μετάθεση ο πατέρας μου. 
Πήγα λοιπόν εκεί Σεπτέμβριο του 58. Μαζί με τον Δημήτρη, την αδελφή του τη Φιλιώ, την Τώνια, τον Χρήστο, τον Περικλή. Παιδιά από τη γειτονιά - μερικοί και από το νηπιαγωγείο, πίσω από τον Άγιο Βασίλειο, στο οποίο πήγαινα σπανίως, γιατί μου άρεσε ο πρωινός ύπνος και μας έδιναν υποχρεωτικά γάλα ζαχαρούχο (μπλαχ!) και τυρί κονσέρβα κίτρινο (ξανά μπλαχ). Φτώχεια και πείνα μετά την κατοχή, τον εμφύλιο, τους σεισμούς ... και αμερικάνικη βοήθεια.

Πρώτη μέρα στο σχολείο, μαζευτήκαμε τα πρωτάκια, κτύπησε το κουδούνι. αμηχανία εμείς, άνετοι οι μεγαλύτεροι, κοιτάζαμε απορημένοι και κοιταζόμασταν να παίρνουμε κουράγιο. Αγιασμός, άρχισε να μιλάει ο διευθυντής του σχολείου, ο κύριος Κρανιάς (αν θυμάμαι καλά), είπε διάφορα και αδιάφορα, και σύστησε στο σχολείο "τη νέα συνάδελφο, εξαιρετική δασκάλα και παιδαγωγό", όπως είπε "που θα μας δίδασκε από την πρώτη τάξη με τη νέα μέθοδο Ντεκρολί".
"Ντεκρολί - μπεκρολί" είπα μέσα μου επηρεασμένος από τις γελοιογραφίες του κόμματος Βαρελοφρόνων στο Ρομάντζο που αγόραζε ανελλιπώς η μάνα μου κάθε Τρίτη. Η αγωνία μου, όμως, μπροστά στο καινούργιο ήταν πολύ μεγάλη, ώστε να χαρώ, έστω και από μέσα μου, το ευφυολόγημα μου.

Πήρε το λόγο η δασκάλα μας. Κυρία Καίτη Οικονομίδου, μάθαμε το όνομά της. Άρχισε κι αυτή να μιλάει και να εξηγεί – όχι σε μας, στους γονείς που ήταν εκεί – τι ήταν η μέθοδος Ντεκρολί. Εμείς δεν καταλαβαίναμε και τίποτα, μόνο που θα διαβάζαμε χωρίς να συλλαβίζουμε. Άλλο τίποτα. Εκείνη είπε πολλά και οι συζητήσεις ανάμεσα στους «γονείς» άναψαν από το ίδιο απόγευμα. Η μάνα μου δεν είχε παρασταθεί στη «σεμνή τελετή», άκουγε τις γειτόνισσες, ρωτούσε, δεν μιλούσε. Ούτε εγώ, τι να πω άλλωστε.

Τέλειωσε ο λόγος, μας οδήγησαν στην αίθουσα, στην τάξη μας. Στο ισόγειο, μεγάλη, ο ήλιος έμπαινε από τα παράθυρα, μεγάλα παράθυρα, ένας μεγάλος πίνακας, πράσινος, αν θυμάμαι, στον τοίχο. Γύρω – γύρω μικρά τραπεζάκια για μας τοποθετημένα σε σχήμα Π, με καρέκλες, και πίσω από κάθε τραπεζάκι ένας μικρός πίνακας στον τοίχο, βαμμένος: ροζ, πορτοκαλί, πράσινος. Οι ατομικοί μας πίνακες. Σε λίγες μέρες γράφαμε μόλις μπαίναμε την ημερομηνία και την ορθογραφία της ημέρας σ’ αυτούς.

Θυμάμαι την πρώτη πρόταση που γράψαμε εκείνη την πρώτη μέρα στα τετράδιά μας. «Όλα τα παιγνίδια μας αρέσουν». Τσακ μπαμ. Το δικό μου τετράδιο δεν είχε γραμμές (δεν θυμάμαι γιατί) και τα γράμματα άρχιζαν να ανηφορίζουν και να μεγαλώνουν όσο απομακρυνόντουσαν από την αρχή. Το πήρα είδηση περίπου στη μέση, είπα να το διορθώσω, θα μου χαλάσει τη συμμετρία σκέφτηκα, το άφησα να συνεχίσει το δρόμο του με το τελικό «ν» σχεδόν διπλάσιο από το αρχικό «Ο». Πλάκα είχε, εν τέλει.

Γράφαμε με μολύβι. Αρχικά. Γιατί μετά έπρεπε να γράφουμε με πένα και μελάνι. Όχι με στυλό διαρκείας, ούτε με στυλό μελάνης, με κονδυλοφόρο, με πενάκι, με στυπόχαρτο, με μπουκαλάκι μελάνης. Για να μάθουμε να κάνουμε «ωραία, μεγάλα και στρογγυλά γράμματα», όπως έλεγε η κυρία Καίτη. Και τα σβησίματα απαγορεύονταν δια ροπάλου. Η σελίδα στο τετράδιο αντιγραφής έπρεπε να είναι άψογη. Πόσες σελίδες έσκιζε κάθε φορά η μάνα μου μέχρι να πετύχω τη συνταγή, μη τα ρωτάτε.

Μάθαμε λοιπόν να γράφουμε. Με ωραία, μεγάλα και στρογγυλά γράμματα, και, οπωσδήποτε, ίδιου μεγέθους. Και μάθαμε και άλλα πράγματα, πολλά. Να έχουμε φυτολόγιο, να φτιάχνουμε χάρτες, να απεικονίζουμε τη Θεσσαλία στην αμμοδόχο με κιμωλίες χρωματιστές, να γράφουμε στίχους, να μετράμε αποστάσεις «με δρασκελιές», να φροντίζουμε τον κήπο του σχολείου, να χορεύουμε συρτό. Μάλιστα. Και βλέπαμε. Τα μαθήματα σχετίζονταν με εικόνες, παραστάσεις της πραγματικότητας που μας περιελάμβανε. Με περιπάτους συχνούς. Να δούμε τον γεωργό να οργώνει με το βόδι του, να δούμε τα άσπρα χρυσάνθεμα στην Πλατεία Ελευθερίας, τις βάρκες στην παραλία, τις μουριές και τους μεταξοσκώληκες. Να μιλήσουμε για τους δικούς μας. Τι δουλειά κάνουν, τι έκαναν στο πόλεμο. Μιλούσαμε, ακούγαμε, βλέπαμε, μαθαίναμε.  

Αλλά αυτό που μάθαμε καλά ήταν η ανάγνωση. Να χρωματίζουμε τη φωνή, να τηρούμε τα σημεία της στίξης, να κόβουμε ή να επιταχύνουμε, να παίζουμε ρόλους μέσα από το αναγνωστικό.

Η κυρία Καίτη Οικονομίδου μας τα έμαθε με υπομονή, αλλά με αυστηρή σταθερότητα. Την αγαπούσαμε όλα τα παιδιά, όπως αγαπάς τη μάνα, αλλά με περισσότερο σεβασμό, όπως αγαπάς τη θεία, αλλά πιο τρυφερά.

Την κυρία Καίτη δεν την είδα ποτέ από τότε που φύγαμε για Αθήνα, δύο μήνες μετά την εκδρομή της φωτογραφίας. Και με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, στην 4η Δημοτικού πια, σε σχολείο άλλο, με δάσκαλο και νέους συμμαθητές, τέλος Σεπτεμβρίου, ήρθε η στιγμή της οριστικής εκτίμησης.

Σα χαμένος βρέθηκα στο νέο σχολείο, στο Παγκράτι. Παλιό διώροφο σπίτι ήταν, με μικρή εσωτερική αυλή, μισοσπασμένα θρανία, ξύλινα. Σα χαμένος, δεν ήξερα κανένα και έψαχνα να βρω σημεία επαφής με τους «πρωτευουσιάνους» που κρυφογελούσαν λιγάκι την θεσσαλική προφορά μου. Έψαχνα την αφορμή να δείξω ότι και εγώ κάτι αξίζω, να καταλάβω δικαίως μια θέση εκτίμησης, να γίνω αποδεκτός από αυτό που έμαθα πολύ αργότερα να το ονομάζουν peer group. Ομάδα αναφοράς, ομοίων και κριτών ταυτόχρονα.
Η ευκαιρία δόθηκε πολύ γρήγορα. Πρώτο- πρώτο μάθημα η ανάγνωση. Λέει ο δάσκαλος σ’ έναν ν’ αρχίσει, μετά ο άλλος, ο άλλος … Όσο διάβαζαν οι νέοι μου συμμαθητές, μια άγρια χαρά με γέμιζε: ΔΙΑΒΑΖΑΝ ΑΠΑΙΣΙΑ. Κόμπιαζαν, έκαναν λάθη, ομοιόμορφη φωνή από την αρχή ως το τέλος, κόμματα και τελείες ήταν αγνοημένα, να μη μιλήσουμε για θαυμαστικά και ερωτηματικά και παύσεις για έμφαση, αλλαγή σε ταχύτητες κοκ.

Έτριβα τα χέρια μου. «Θα τους ταπώσω τώρα» θα έλεγα, αν η λέξη «ταπώνω» υπήρχε στο λεξιλόγιό μου.

Περίμενα με υπομονή. Η σειρά μου δεν άργησε. «Διάβασε κι εσύ» είπε ο δάσκαλος.

Πήρα φόρα, έβαλα την καλύτερη τεχνική μου και άρχισα να διαβάζω. Πρώτη πρόταση, δεύτερη. Στη μέση της τρίτης πρότασης ξέσπασε το ομαδικό γέλιο.

Σταμάτησα, σήκωσα το κεφάλι, κοιτάζω γύρω. Όλοι οι συμμαθητές – και οι συμμαθήτριες, ακόμα και η ομορφούλα ξανθούλα του πρώτου θρανίου – με κοιτούσαν και γελούσαν δυνατά.

Πανικός. Κοιτάζω τον δάσκαλο. Γελούσε κι εκείνος.

…….

Λίγο καιρό μετά πήγε ο πατέρας μου στο δάσκαλο να ρωτήσει πώς πάει ο κανακάρης του. Γύρισε σκοτεινός στο σπίτι.
«Καλός είσαι, μου είπε ο δάσκαλος. Σ’ όλα καλός. Μόνο στην ανάγνωση. Ενώ στην αρχή διάβαζες καλά και ήθελε να κάνει και τα άλλα παιδιά να διαβάζουν σαν κι εσένα, τώρα διαβάζεις χειρότερα απ’ όλους».

Χρόνια πέρασαν για να καταλάβω την εξήγηση αυτών των λόγων που κρατήθηκαν βαθειά στη ψυχή μου. Τώρα ξέρω, δηλαδή ξέρω από τότε που έγινα κι εγώ δάσκαλος και χειρίζομαι όχι μόνο γνώσεις μιας περίεργης επιστήμης, αλλά ψυχές ευάλωτες και τραυματισμένες νέων ανθρώπων.

Και κάθε φορά τιμώ τη δασκάλα μου, την κυρία Καίτη. Γι αυτό που μου έμαθε, που έχασα και ξαναβρήκα, γιατί ήταν πολύ πολύτιμο για να χαθεί.