Νίκος Πουλαντζάς

Νίκος Πουλαντζάς

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ


Περίπου 600 σπίτια στο Ληξούρι κρίθηκαν κατεδαφιστέα. Πολλά περισσότερα προσωρινά ακατοίκητα. Από τη μία στιγμή στην άλλη οι νοικοκύριδες έγιναν άστεγοι. Μέσα στα συντρίμια των σπιτιών, στις κατεστραμένες οικοσκευές, στα χαλάσματα των δρόμων και του λιμανιού διαγράφονται οι κατεστρεμένες ζωές, τα συντετριμένα όνειρα, τα αναλώματα κόπων και θυσιών της καθημερινότητας.





Και οι στρατιώτες να στήνουν στο γήπεδο σκηνές, προσωρινά ή μονιμότερα καταλύματα, από τη φύση τους ανίκανα να προστατεύσουν αυτούς που έχουν ανάγκη να προστατευτούν. Σκηνές χωρίς δάπεδο, με νάυλον να αναλαμβάνει το ρόλο του μονωτικού μεταξύ των καταπονεμένων σωμάτων και του υγρού χόρτου.
Στη σχετική ζέστη και την απόλυτη ασφάλεια του σπιτιού μου έβλεπα χορτάτος, ποτισμένος και πλυμένος τις εικόνες από την καταστροφή. Και άρχισε το μυαλό μου να γυρίζει πίσω, σε μνήμες σεισμών που έζησα ...

Η πρώτη ανάμνηση από τους σεισμούς ήταν το 1957 στους τελευταίους σεισμούς του Βόλου. Παιδάκι πέντε χρονών - κι ούτε - ακολουθούσα τις μεταθέσεις του πατέρα μου από την Καλαμπάκα στην Πορταριά. Τρία χρόνια καταστροφικών σεισμών είχαν ήδη κτυπήσει την περιοχή και συχνά η γη έτρεμε ακόμα. Στην Πορταριά μας βρήκαν οι δύο σεισμοί του 1957, πολύ δυνατοί και οι δύο, που ολοκλήρωσαν τη σεισμική ακολουθία. Αν και η Πορταριά δεν έπαθε ζημιές - αν δεν κάνω λάθος -, οι δονίσεις ήταν ισχυρές και εκεί. 
 Με τον πρώτο σεισμό καταφύγαμε στο γραφείο του πατέρα μου. Ταχυδρομείο, νεόκτιστο, σε αντικατάσταση του παλαιού που πυρπολήθηκε στην Κατοχή, και "αντισεισμικό". Το έλεγε και το ξαναέλεγε ο πατέρας μου, με υπερηφάνεια και ανακούφιση μαζί. Και έτσι έμαθα αυτήν την περίργη λέξη, που έδινε τη σιγουριά του ανέπαφου και ασφαλούς. Μέχρι πριν λίγα χρόνια το κτίριο του ταχυδρομίου έμενε στη θέση του, ένα δρόμο πάνω από τη πλατεία με τα μεγάλα πλατάνια ... 
Στο γραφείο με τρύπωναν κάτω από ένα μεταλλικό γραφείο κάθε φορά που η γη έτρεμε. Δεν ένιωθα φόβο, ένα παιγνίδι ήταν για μένα, κι η ανησυχία στα πρόσωπα και στα μάτια και στα λόγια των μεγάλων με έκανε να απορώ. Μόνο όταν έφευγε η μάνα μου για να μαγειρέψει στο σπίτι και να μας φέρει φαγητό ανησυχούσα ...  

Ο σεισμός στην Αθήνα το 1981με βρήκε πατέρα στην πρώτη κόρη και επικείμενο φαντάρο. Ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης πριν λίγους μήνες είχε βοηθήσει στις γρήγορες αποφάσεις και κινήσεις. Το αυτοκίνητο του πατέρα επιτάχθηκε, ο ξάδελφος Βασίλης επιστρατεύτηκε (δεν ήξερα να οδηγώ τότε), και η οικογένεια μεταφέρθηκε στο Άλσος Συγγρού, έξω από την Πανεπιστημιούπολη, μακριά από κτίρια, μέχρι να ησυχάσει ο κόσμος. Η κόρη, ηλικίας ενος έτους τότε, κοιμόταν μακαρίως σε όλη τη διαδικασία, χαμπάρι δεν πήρε πώς την βουτήξαμε από το κρεβάτι της, την κουκουλώσαμε, τη βάλαμε στο αυτοκίνητο ... Αχάλαγη, να είναι καλά.

Ο σεισμός του 1999 με βρήκε σπίτι μου στον Σχοινιά. Ομολογώ ότι φοβήθηκα. Το σπίτι πήγε και ήρθε και εγώ ήμουν πια πολύ μεγάλος για να τρυπώσω κάτω από το γραφείο. Στάθηκα κάτω από την καμάρα (λάθος μεγάλο που δεν το πλήρωσα, γιατί, όπως έμαθα μετά, το σπίτι δεν είχε δοκάρια) μέχρι να σταματήσει, ενώ διάφορα μικρά αντικείμενα έπεφταν. Το σπίτι άντεξε, πολλοί σκοτώθηκαν τότε, οι άστεγοι της Μεταμόρφωσης εξακολουθούν να είναι άστεγοι, όπως μας πληροφόρησε ένας δημοσιογράφς στην ΤΒ που τους θυμήθηκε. 

Μικροπράγματα, δηλαδή, στην προσωπική μου σχέση με τους σεισμούς. Μικρές, γλυκερές, αναμνήσεις. Όμως μια άσχετη μνήμη έκανε την καρδιά μου να σφίξει και τα κόκαλά μου να πονέσουν. Η ανάμνηση του ύπνου σε βρεγμένο χορτάρι.

Η ιστορία ξεκίνησε σαν διασκέδαση και κατέληξε σε μια δύσκολη, πολύ δύσκολη, νύχτα.
Το 1975 έχω φύγει για μεταπτυχιακά στην Αγγλία και τον Αύγουστο είμαι στην Οξφόρδη. Και εκεί μαθαίνουμε ότι κάπου κοντά γίνεται το τελευταίο ροκ φεστιβάλ με ελεύθερη είσοδο. Μαζευτήκαμε καμιά 15αριά να πάμε - οι εικόνες από το Woodstock και η μουσική πανδαισία ήταν πολύ ζωντανή ακόμα. Μάθαμε πιο λεωφορείο πήγαινε, ανεβήκαμε και μετά μια ώρα φτάσαμε. Αύγουστος μήνας, ηλιόλουστη η ημέρα - παράδοξο για την Αγγλία που έβρεχε συχνά ακόμα και το καλοκαίρι, ώστε να θέσει ο Σπύρος, φίλος καλός και συμφοιτητής από την Αθήνα, το κρίσιμο ερώτημα: Τι γράφουν τα εγγλέζικα λεξικά στη λέξη "καλοκαίρι";
Δεν είχαμε σκοπό να μείνουμε το βράδυ, δεν πήραμε παρά ελαφρά μπουφάν μαζί μας (μήπως και βρέξει), ρωτήσαμε τον οδηγό τι ώρα ήταν το τελευταίο δρομολόγιο, μας είπε στις 9 το βράδυ και πήγαμε στο φεστιβάλ.
Μουσικά μπούρδες ήταν, χαζολογούσαμε εδώ και κει και 8,30 ήμασταν στη στάση, μη χάσουμε την επιστροφή. Α, ήμασταν και πεινασμένοι, διότι η είσοδος ελεύθερη, το φαγητό το πλήρωνες και λεφτά γιοκ.
Περιμέναμε και περιμέναμε και περιμέναμε, πουθενά λεωφορείο. Έφτασε 10 η ώρα, σκοτείνιασε, είχαμε μείνει στη στάση. Τρεις ιδέες έπεσαν: Να κάνουμε ωτοστοπ, πράγμα επικίνδυνο, να γυρίσουμε με τα πόδια, πράγμα ακόμα πιο επικίνδυνο ή να γυρίσουμε στο φεστιβάλ να δούμε πώς θα τα βολέψουμε.
Γυρίσαμε. Και ψάχνοντας πού κεφαλήν κλείναι, βρήκαμε ένα μεγάλο νάυλον, σαν αυτά που τυλίγουν τα στρώματα. Στρώσαμε τα μουφάν στο χορτάρι που άρχιζε να βγάζει την υγρασία, και στριμωχτήκαμε κάτω από το ναυλον ο ένας δίπλα στον άλλο.
Τα έφερε η τύχη να είμαι στην άκρη. Μισός στο μπουφάν, μισός στο χορτάρι. Ένιωθα την υγρασία να με διαπερνά, τα κόκαλα να πονάνε, να τρέμω σαν το ψάρι όλο το βράδυ. 
Και για κερασάκι, σε μια σκηνή δίπλα, ο ένοικος είχε μαστουρώσει και έπαιζε το τουμπελέκι συνέχεια ως το ξημέρωμα....
Δέχτηκα το πρώτο φως του ήλιου σαν ανάσταση, σαν θεία ευλογία. Βγήκα από το νάυλον, τεντώθηκα, έτριβα το σώμα, τα χέρια και τα πόδια. Απόλυτο μούδιασμα, όλα ήταν σαν να ήμουν ώρες στο νερό, όλα τα ένιωθα υγρά.
Αυτή η ανάμνηση ήρθε βλέποντας τις σκηνές, τους ανθρώπους να κοιμούνται μεσα στο καταχείμωνο πάνω στο χορτάρι του γηπέδου με την προστασία ενός νάυλον.
Αδέλφια της Κεφαλονιάς, σας νιώθω ως το κόκαλο.